- κληροπαλής
- κληροπᾰλής, ές,A distributed by shaking the lots,
μοῖραι h.Merc.129
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοῖραι h.Merc.129
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κληροπαλής — κληροπαλής, ές (Α) αυτός που διανέμεται με κλήρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + παλής (< πάλλω), πρβλ. αει παλής, εκ παλής] … Dictionary of Greek
κληροπαλεῖς — κληροπαλής distributed by shaking the lots masc/fem acc pl κληροπαλής distributed by shaking the lots masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek